εφεσίβλητος

εφεσίβλητος
η , ο [ος , ον ] юр. 1.
1) подлежащий апелляции, обжалованию; 2) апелляционный; 2. (ο , η ) ответчи|к, -ца

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εφεσίβλητος" в других словарях:

  • εφεσίβλητος — η, ο αυτός κατά τού οποίου ασκήθηκε ή μπορεί να ασκηθεί έφεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφεσιβάλλω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • εφεσίβλητος — η, ο αυτός ενάντια στον οποίο μπορεί να ασκηθεί έφεση: Εφεσίβλητη απόφαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… …   Dictionary of Greek

  • εφέσιμος — η, ο βλ. εφεσίβλητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»